τέσσεροι — ες, α, Ν (απόλ. αριθμτ.) βλ. τέσσερεις … Dictionary of Greek
δεκατέσσερεις — α και δεκατέσσερες. α και τέσσεροι, α (AM δέκα τέσσαρες, α Α και δεκατέτταρες, α) ποσότητα που αποτελείται από μια δεκάδα και τέσσερεις μονάδες νεοελλ. φρ. «τόν πέρασε γενεές δεκατέσσερες» τού είπε πολλές και άσχημες βρισιές (συνήθως και για την… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek